- ξεβασκαίνω
- ξεβάσκανα, ξεβασκάθηκα, ξαβασκαμένος, αφαιρώ το βάσκαμα από κάποιον, ξεματιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεβασκαίνω — ξεβασκαίνω, ξεβάσκανα, ξεβασκαμένος βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεβασκαίνω — και ξεβασκάνω και ξαβασκαίνω απαλλάσσω κάποιον με προσευχές ή μαγικά λόγια από τη βασκανία, ξεματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βασκαίνω] … Dictionary of Greek
ξεβάσκαμα — το [ξεβασκαίνω] η απαλλαγή από τη βασκανία με ξόρκια, ξεμάτιασμα … Dictionary of Greek
ξεβάσκαμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεβασκαίνω, απαλλαγή από το βάσκαμα, ξεμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)